- εμβληματικός
- -ή, -όπου αναφέρεται στο έμβλημα, συμβολικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμβληματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβλημα («εμβληματική παράσταση») … Dictionary of Greek